Του Δημήτρη Ρομποτή*
Στα πλαίσια του 8ου Ετήσιου Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης πήγα χτες βράδυ στο Μουσείο Κινηματογράφου (Museum of the Moving Image) της Αστόριας, από όπου ξεκίνησε η αμερικανική βιομηχανία του σινεμά πριν επεκταθεί στο Φορτ Λη της γειτονικής Νέας Ιερσέης και εν συνεχεία στο Χόλυγουντ, για να δω τις «Νύφες». Παρότι έχουν περάσει δέκα χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε η ταινία, δεν είχα καταφέρει να τη δω, αν και εξαρχής το είχα βάλει σκοπό διότι το θέμα της παραήταν δυνατό και άμεσου ενδιαφέροντος, ως προς την ομογένεια, για να το αγνοήσω.
Συγκινήθηκα και χάρηκα μαζί διότι όχι μόνο μου άρεσε το έργο, το οποίο, με ελάχιστες μικροπαρατηρήσεις, δεν θα δίσταζα να χαρακτηρίσω άψογο, κάτι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο στην περίπτωσή μου, αλλά και γιατί στο θέμα και την εκτέλεσή του διέκρινες έναν κοσμοπολιτισμό που δεν τον συναντάς πλέον σε ο,τιδήποτε ελλαδικό. Ηταν μια ταινία που θα μπορούσε να δη κάθε Αμερικανός, ανεξαρτήτου φυλής ή θρησκείας, ένα κατ’εξοχήν έργο τέχνης και μάλιστα ελληνικό. Η όλη ατμόσφαιρά του έφερνε κάτι από Καβάφη, το δε στοιχείο του τραγικού δεν εκφυλιζόταν σε δακρύβρεκτες εξάρσεις χαϊδεμένου «κλαψομουνισμού» – χαρακτηριστικό στοιχείο της σύγχρονης ελλαδικής «δραματουργίας» – αλλά είχε ποιότητα αρχαίας τραγωδίας, χωρίς πάλι ουδεμία διάθεση ή υφή φτηνιάρικης προγονοπληξίας πρωτοτουριστικού επιπέδου. Εξέλειπε δε και ο εξυπναδακισμός των πιο νέων «δημιουργών» που θεωρούν δεδομένη την ηλιθιότητα του κοινού ή το γεγονός ότι οι θεατές μπορούν να χάσουν μόνο τον χρόνο τους και καμμιά 15αριά δολάρια ο καθένας προκειμένου να προσποριστούν οι «τετραπέρατοι» μιαν ακόμη «αρπαχτή».
Δεν είμαι ειδικός και δεν πρόκειται να σας ζαλίσω με λεπτομερέστερες αναλύσεις και παρατηρήσεις επί της ταινίας. Συνιστώ ανεπιφύλακτα να πάτε να τη δήτε όποτε ξαναπαιχτή, και να πάρετε μαζί σας συγγενείς και φίλους, ελληνικής καταγωγής ή όχι. Θα τους κάνετε ένα δώρο για το οποίο θα σας ευχαριστήσουν ειλικρινά κι’όχι από ευγένεια.
Το ερώτημα βέβαια που το έθεσε με πολύ εύλογο τρόπο ο ομογενής αρχικριτικός κινηματογράφου στην επιθεώρηση «Variety», κ. Σκωτ Φούντας – συντόνισε σχετική συζήτηση μετά την προβολή της ταινίας με τον σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη και τη σύζυγό του, συγγραφέα Ιωάννα Καρυστιάνη η οποία έκανε το σενάριο – είναι πού μπορεί να δη κανείς το έργο και γιατί δεν έτυχε μεγαλύτερης προβολής στις ΗΠΑ. Είναι ένα ερώτημα που και εγώ έθεσα στον κ. Βούλγαρη, ο οποίος μου έδωσε την εντύπωση ενός ασυνήθιστα σεμνού και μετρημένου ανθρώπου για κάποιον που προέρχεται από «την ομορφότερη χώρα του κόσμου με τους εξυπνότερους κατοίκους». Δεν υπάρχει όμως εύκολη απάντηση, καθώς πρόκειται για έναν πολύ δύσκολο χώρο, με πολλά κυκλώματα και παραμέτρους. Είναι κρίμα πάντως γιατί η ταινία έχει όλα τα φόντα να γίνη επιτυχία στην αμερικανική αγορά, δίνοντας και ένα άλλο, σαφώς πιο πειστικό, δείγμα της σύγχρονης ελληνικής κινηματογραφικής δημιουργίας. Χώρια που ο πρωταγωνιστής, ο Ντάμιαν Λιούις, είναι ιδιαίτερα δημοφιλής αυτή την εποχή εξαιτίας της συμμετοχής του στην τηλεοπτική σειρά «Homeland» (για την οποία απέσπασε τα βραβεία «Emmy» και «Golden Globe»).
Και είναι κρίμα που δεν έγινε κάτι τέτοιο και για τον λόγο ότι στην αμερικανική βιομηχανία κινηματογράφου υπάρχουν τόσοι υψηλόβαθμοι ομογενείς. Ούτε οι τόσες ομογενειακές οργανώσεις οι προσπάθειες των οποίων αναλώνονται σε τετριμμένες κοινοτυπίες έχουν στις άμεσες προτεραιότητές τους παρεμβάσεις ουσιαστικού πολιτιστικού περιεχομένου. Και χρησιμοθηρικά να το δη κανείς, εάν οι «Νύφες» γίνωνταν επιτυχία επί αμερικανικού εδάφους τα οφέλη για την Ελλάδα θα ήταν μεγαλύτερα από ό,τι η οποιαδήποτε τουριστική προβολή ή και οι κινητοποιήσεις για τα «εθνικά θέματα». Αυτό άλλωστε αποδείχτηκε με τις περιπτώσεις του «Μάμα Μία» και του «Γάμου α λα Ελληνικά» οι οποίες ήταν και πολύ κατώτερες καλλιτεχνικά, όπως και το ’60 με το «Ποτέ την Κυριακή» και τον «Ζορμπά» που όπως είχε πει ο Νταν Γεωργακάς κάνανε τους Ελληνες δημοφιλείς στις ΗΠΑ.
Οι δυνατότητες για να αλλάξη αυτή η κατάσταση υπάρχουν πλέον διότι πέραν από τους ανθρώπους έχουμε και τους φορείς. Εκτός από το Ωνάσειο που χορήγησε τη χτεσινοβραδυνή προβολή – το «Νιάρχος» έδωσε πέντε εκατομμύρια δολάρια για την ανέγερση του εν είδει «Επκοτ Σέντερ» Ναού του Αγίου Νικολάου (πρέπει να κάνη και καμμιά χαζομάρα για να αποδεικνύη ότι είναι ελληνικός οργανισμός) που αναμένεται να κοστίση 40 με το νέο «μπάτζετ» από 20 που έλεγαν κάποτε. Εδώ όλα είναι υπό διάλυση, μέχρι και η ίδια η Αρχιεπισκοπή έχει ελλείμματα, για τα σχολεία ούτε λόγος, και το «Νιάρχος» δείχνει απλοχεριά σε βλαχαδερές μεγαλομανίες!), υπάρχει το «National Hellenic Society», το «Hellenic Initiative» αλλά και το Ελληνικό Μουσείο του Σικάγου που μπορούν να αναλάβουν αποτελεσματικότερες πρωτοβουλίες σ’αυτόν τον τομέα. Το θέμα βέβαια σηκώνει περισσότερη συζήτηση και εύχομαι να μην μείνουμε μόνο σ’αυτή, ακόμη μια φορά.
Το Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης που άρχισε πριν οχτώ χρόνια χάρη σε μια πρωτοβουλία του καθηγητή Τζέιμς ΝτεΜέτρο και άλλων ομογενών φίλων του είδους σε συνεργασία με το Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο, συνεχίζεται μέχρι τέλος Οκτωβρίου. Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρήτε στην ιστοσελίδα nycgreekfilmfestival.com ή στο τηλέφωνο (212) 510-8525. Απόψε παίζεται η νέα ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Μικρά Αγγλία» στο φημισμένο «Ziegfeld Theater», αλλά αν δεν έχετε ήδη εισιτήρια μην κάνετε τον κόπο να πάτε, έχει ξεπουλήσει …
*Ο Δημήτρης Ρομποτής είναι δημοσιογράφος με έδρα τη Νέα Υόρκη.