Του Δημήτρη Ρομποτή*
Τούτες τις μέρες ξανάρχεται στην εθνική μνήμη το Επος (με αναγραμματισμό γίνεται πέος) του ’40 και ο καθένας αντλεί τα δικά του νοήματα όπως και εφόσον μπορή, πέραν από τα συλλογικά που συνοψίζονται σ’αυτό που με κραυγαλέο πάθος βροντοφώναζαν οι Βλάχοι δάσκαλοί μας: «μέχρι τώρα λιέγαμε ότι οι Ελλιηνες πολιεμούν σαν ήρωες, στο εξής θα λιέμε ότι οι ήρωες πολιεμούν σαν Ελλιηνες»! Αναμφίβολα οι μεγάλοι πρωταγωνιστές ήταν οι στρατιώτες, οι γυναίκες της Πίνδου που είχαν αναλάβει εθελοντικώς τον ανεφοδιασμό του μετώπου, οι γυναίκες των πόλεων που έπλεκαν κάλτσες και έστελναν κιβώτια με ό,τι μπορούσαν στους πολεμιστές και φυσικά ο δικτάτωρ Ιωάννης Μεταξάς.
Ας μην αφήνωμε, φίλοι αριστεροί κι’αριστερίζοντες, τον φανατισμό να μας παρασύρη και να …λιέμε ότι ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου ο ελληνικός λαός είπε το ΟΧΙ. Ο ελληνικός λαός ήταν στο κρεβάτι του, οι ηρωικές γυναίκες της Πίνδου είχανε βγει να αρμέξουνε τις γίδες τους, ο βασιλεύς που ήταν ο αρχηγός του κράτους έριχνε ύπνους ξεγυρισμένους και μόνος ο Μεταξάς βρέθηκε, τσιμπλιασμένος έξι η ώρα το πρωί, φάτσα με τον Γκράτσι και την ιστορία να πη το ΟΧΙ για λογαριασμό των Ελλήνων και του βασιλέως, βεβαίως βεβαίως! Και χωρίς περιστροφές! Δεν καμώθηκε τον ανεύθυνο, ούτε είπε «καθίστε σινιόρε Γκράτσι, να πάρετε ένα εσπρεσάκι με ένα αυγοκούλουρο μέχρι να ξυπνήσω τον βασιλέα και το υπουργικό συμβούλιο και να σας απαντήσωμε καταλλήλως, καθότι μόνος μεσ’τα άγρια χαράματα και να θέλω δεν μπορώ να σας εξυπηρετήσω». Αντ’αυτού, απάντησε ευθυτενώς και ελληνοπρεπώς, όπως οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, «alors, c’est la guerre»!
Και εγένετο πόλεμος και εγγράφησαν με αίμα στις βουνοκορφές της Πίνδου νέες χρυσαφένιες σελίδες στο λεύκωμα του Ελληνισμού που για μια ακόμη φορά μπροστάρης όλων των λαών συνέτριβε μια ακατάβλητη έως τότε πολεμική μηχανή. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά, δεν χρήζουν επαναλήψεως, αν και για αυτό είναι τούτες οι μέρες, για επανάληψη και εκμάθηση, είμαι σίγουρος όμως ότι θα τα γράψουν και θα τα πουν άλλοι, ενδεχομένως πιο ειδικοί. Σήμερα θα ήθελα να σταθώ σε μία από τις άγνωστες ιστορίες που συνθέτουν το ηρωϊκό έπος που σημειωτέον δεν τελείωσε στα βουνά της Βορείου Ηπείρου αλλά συνεχίστηκε με την παλλαϊκή (κι’όχι απαραιτήτως εθνική, ως είθισται να λέγεται) αντίσταση. Διότι πέραν από τους γνωστούς ήρωες υπάρχουν οι χιλιάδες άγνωστοι που έργοις συνέβαλαν στο να έχη ουσιαστικό νόημα ο αγώνας των γνωστών ηρώων!
Την ιστορία που θα σας διηγηθώ τη νοιώθω πολύ κοντά διότι αφορά σε προσφιλές οικογενειακό πρόσωπο. Η Λευκάδα, εν αντιθέσει με τα υπόλοιπα Επτάνησα, αν και ανήκε στη ζώνη κατοχής των Ιταλών, είχε και γερμανική φρουρά λόγω στρατηγικής θέσης. Στον Αγιο Πέτρο, το μεγαλύτερο χωριό της νότιας πλευράς του νησιού, οι Γερμανοί είχαν εξαναγκάσει τον ντόπιο πληθυσμό να χτίση στην κορυφή του βουνού εγκαταστάσεις ραδιοεντοπιστών (ραντάρ) με σκοπό να ελέγχεται η κίνηση των υποβρυχίων στο Ιόνιο. Μέχρι σήμερα οι ντόπιοι ονομάζουν τα χαλάσματα «γερμανικά σπίτια». Ο παππούς μου, συνονόματος, ήταν πρόεδρος του χωριού και προκειμένου να αποφύγη τη γερμανική επιστράτευση για την κατασκευή των κτιρίων κρυβόταν στον κάμπο καθόλη τη διάρκεια της κατοχής. Με τον ερχομό τους οι Γερμανοί αξιωματικοί αναζήτησαν ένα σπίτι για να μείνουν και οι ντόπιοι τους έστειλαν στο δικό μας, το μεγαλύτερο τότε, ένα καλοχτισμένο διώροφο πέτρινο (ευτυχώς δεν το έχουν γκρεμίσει), με τη σκληρή και άκρας μονωτικής αξίας πέτρα της Λευκάδος.
Οταν ήρθαν στο σπίτι, ήταν η γιαγιά μου η Αφροδίτη με τα δύο της, τότε, παιδιά, τον πατέρα μου και τον θείο μου. Μπήκαν μέσα ένας Γερμανός αξιωματικός, δύο στρατιώτες και ένας διερμηνέας. Αφού χαιρέτισαν, ζήτησαν από τη γιαγιά μου να τους παραχωρήση τον πάνω όροφο του σπιτιού για να μείνουν όσο χρειαστεί. Η ίδια με την οικογένειά της μπορούσαν να μείνουν από κάτω και δεν θα την ενοχλούσαν. Ποιός είδε τον θεό και δεν τον φοβήθηκε! Ως άλλος Μεταξάς, κεφαλλονίτικης καταγωγής κι’αυτή πό τη μάνα της, χωρίς να σκεφτή τίποτα, αντιπάτισε με δύναμη και είπε με στόμφο το δικό της όχι! «Δεν θα κάθομαι εγώ από κάτω για να χέζουνε και να κατουράνε οι Γερμανοί από πάνω μου και να μυρίζομαι», είπε στον διερμηνέα. «Δεν σας δίνω τίποτα»! Ο Γερμαναράς ταράχτηκε, αλλά αντί να αντιδράση με βία προσπάθησε να την καλοπιάση λέγοντάς της ότι δεν θα έκαναν φασαρία και πως θα βελτίωναν το σπίτι φτιάχνοντας μπαλκόνια κλπ. Η Αφροδίτη όμως δεν μάσαγε, τα μάτια της έβγαζαν φωτιά, όπως κι’αργότερα που τη θυμάμαι να βρίζη, κι’αντί να καμφθή το ηθικό της βούτηξε μια σανίνα από έναν καναπέ και απείλησε τους τρεις Γερμανούς(!) ότι αν δεν φύγουν, «θα κάνω επανάσταση»!
Οι Γερμανοί τα χρειάστηκαν. Οπως η ίδια, αλλά και ο πατέρας μου που είχε χεστεί πάνω του από τον φόβο και είχε τρυπώσει πίσω από το φουστάνι της, μας διηγούνταν, το πρόσωπο του αξιωματικού έγινε κατακόκκινο! Από ντροπή, όπως αποδείχτηκε, αφού στη θέα της Αφρόδως με τη σανίδα στο χέρι αρκέστηκε να πη σε σπαστά ελληνικά: «τρελλή, τρελλή σαν τον Χίτλερ»! Κατόπιν έκανε μεταβολή, έφυγε και έκτοτε δεν ξαναπάτησε στο σπίτι ούτε τους ενόχλησε κανείς μέχρι το τέλος της Κατοχής.
Χρόνια μετά, τέτοιες μέρες, η γιαγιά μου συνήθιζε να μας διηγιέται αυτή την ιστορία, όχι με κάποια «ηρωϊκή» διάθεση, αλλά γελώντας, λες και επρόκειτο για το πιο συνηθισμένο πράγμα, κάτι που λέει κάποιος για να περάση η ώρα. Αυτή ήταν ίσως η ειδική αξία εκείνης της γενιάς που την κάνει να ξεχωρίζη από εμάς τους νεώτερους και την καθιστά ευγενικά ηρωϊκή: η αυτονόητη αίσθηση του χρέους! Η γιαγιά μου μέχρι που πέθανε δεν αισθάνθηκε ποτέ ότι έκανε κάτι ηρωϊκό ούτε καμάρωνε για το κατόρθωμά της, ίσα ίσα που γέλαγε εκ των υστέρων με την τρέλλα της να τα βάλη, μόνη μια γυναίκα, με τους Γερμανούς. Ούτε σκέφτηκε ποτέ να ζητήση κάποιου είδους αναγνώριση, ούτε καν να αιτηθή συντάξεως Εθνικής Αντιστάσεως που ήταν και της μόδας κατά την πρώιμη ΠΑΣΟΚική περίοδο! Εκανε αυτό που υπαγόρευε η συνείδηση – και η «τρέλλα» – της και εν συνεχεία διείγε τον βίο της με τις λίγες χαρές και τα πολύ περισσότερα δράματα χωρίς να επιδιώξη ποτέ εξαργύρωση του «αγώνα» της, οποιουδήποτε είδους, απόδειξη ότι ελάχιστοι πέραν από τον οικογενειακό μας κύκλο γνωρίζουν αυτή την ιστορία.
Εν αντιθέσει με τους επαγγελματίες ήρωες της λεγομένης Εθνικής Αντιστάσεως ή του Πολυτεχνείου αργότερα που εξαργύρωσαν τον όποιο αγώνα σε μόνιμο βιοπορισμό, συνήθως εις βάρος του συνόλου!
*Ο Δημήτρης Ρομποτής είναι δημοσιογράφος με έδρα τη Νέα Υόρκη.
Our youngest daughter, Sara, is preparing the photo-historical record for a forthcoming bash to honor Mom Nina, five years before her centenary; and I assist with recollections of events decades old, as I am gripped by your own grandmother’s daring escapade with the German occupation of the beautiful island of Lefkada. Particularly striking is the humanity of the German officer’s sufferance, imploring for her understanding, ultimately, uncharacteristically, walking out probably shaking his head at her impertinence! The episode brought to my mind the fortuitous salvation of mother and child (Mom Nina and her kanekari first-born, yours truly), being located in the makeshift shelter, a cave, with their immediate futures at hand. Who knows what might have transpired, but for the flash of recall by the German head of patrol? He remembered his own young son he left back in Hamburg, smiled, and ordered the patrol out; never to bother the family again! Had we perished, other members of the family did not fare well, I might have grown to hate all Germans, avoided visiting the country, and boycotted my BMW (had I survived the war, of course). Instead I engage with all three spheres, particularly monitoring Germany’s much-improved image in a weekly newsletter from the German diplomatic outlet in America (perhaps, it’s sent from the government in Berlin). More curious for me, given that tomorrow is Octpber 28, OXI Day, would be the author’s reaction and remedy for the ongoing fascination of many of our compatriots with the Metaxas persona and the Fascism and bigotry associated with his regime — and other like-mannered autocratic regimes before and since. The time is long at hand to banish the accolades proffered to dictatorships, and let us education in Greece and in Astoria stress liberal, democratic, pluralistic values! Surely, we can all unite in this effort.