Του Δημήτρη Ρομποτή*
Με την κάλπη καταπρόσωπο αναμετρώμαι πολιτικώς και διανοίγω δρόμους διαφυγής στα περασμένα που συγχέω χάριν ευκολίας με τα μελλούμενα. Σαν αφόδευσις ή «σέσιον» ψυχαναλύσεως μου φαίνεται η ψηφοφορία κι’αποχωρώ ανάλαφρος, ευάερος, οι ουρανοί είναι δικοί μου, η καρδιά σαλπάρει στα πέρατα της οικουμένης και το σώμα δεμένο στο μουράγιο κάνει χάζι το ανοιξιάτικο σκίρτημα του παλιμπαιδισμού μου. Οι καιροί ου μενετοί και φιλοκαλούμεν γαρ μετ’ευτελείας, φιλοσοφούμεν όμως μετά πολλής μαλακίας καθότι τετραπέρατοι και δημιουργικοί, στα τέσσερα μπουσουλώντες, καρτερούμε μέρα νύχτα να φυσήξη ένας αγέρας μήπως μας πάρη και μας σηκώση, να ξεμαγαρίση ο τόπος και να μείνη η φύτρα μας μύθος, όπως και των αρχαίων ημών προγόνων. Εργολάβοι της ιστορίας και δικολάβοι διεκπεραιώνουμε τον νόμο για λογαριασμό αγραμμάτων ονειροπαρμένων που κάναν την άγνοια όπλο για να διεκδικήσουν επιδοτήσεις και το σκατό τους παξιμάδι επειδή και στο έσχατον διείδαν αξία δημιουργική γιατί είναι δικό τους, Μαρξ εκ της Σαρκός τους! Ιερόν «by association» γιατί πέσ’μου με ποιόν κάνεις παρέα να σου πω ποιός είσαι! Και εμάς η παρέα μας είναι Ουκρανέζα, Γεωργιανή, Τσέχα και Βουλγάρα πού’χει τις δίπλες κουνιστές και τα πλεμόνια της φουγάρα! Στα στήθια της αναπνέω Κοσλοντούι και ραδιενεργά κατάλοιπα και το ψωμί της μαύρο κι’άραχνο σαν το αιδοίο της με προσκαλεί για περιπέτεια σε αμερικάνικη ταινία τρόμου με μαθήματα φωνητικής και πειθαρχία κομμουνιστική για να με κάνη …άνθρωπο!
Ο σοφός λαός όμως τρώει ψωμοτύρι τα λυσσακά του και αναστενάζει ροκ εν ρολ σφυρίζοντας στα τέσσερα σημεία του ορίζοντος, εκπέμποντας εκσυγχρονισμό κι’απλυσιά κι’αναζητώντας σήματα ως κεραία εγχρώμου τηλεοράσεως. Γέμισε ο ουρανός αντένες τηλεφωνίας που διοχετεύουν την αγοραία συνουσία της παρά φύσιν συνυπάρξεως στη μικροσκοπική οθόνη, φτιαγμένη από σκλάβους για να χαριεντίζωνται οι λιγότερο σκλάβοι χωρίς να σχωρνάνε τα δικά τους πεθαμένα! Μήτρος εδώ, Μπέσσυ εκεί και στη μέση η Σούλα η ναζιάρα με τα σγουρά μαλλιά να περιμένη στη δεύτερη γραμμή νά’ρθη η σειρά της στο κομμωτήριο που μυρίζει Τσικνοπέμπτη και κοψίδια κι’ας είναι Μεγαλοσαράκοστο και δεν τρώνε λάδι. Κι’αν μας το βγάζουν είναι δίκην τάματος. Το πρόσωπο έγινε σέλφι, η πυγή τηλεπερσόνα και η ήβη πορτοκαλάδα!
Θωρώ την ιστορία κι’αναστατώνομαι, πετιέμαι απ’την καρέκλα με ξέφρενα κλανίδια κι’αρχίζω να λαϊζωμαι όλος χαρά και χάρη! Με βλέπουνε οι διπλανοί και λένε, «μωρέ τί είναι ετούτος;» και τους απαντώ σε αγγλικό στίχο τους Ελεύθερους Πολιορκημένους, μα δε γρικάνε, ούτε και εγώ, νοιώθω όμως τον ρυθμό να με διαπερνά όπως τον καιρό και τρέχω να προφτάσω ασθμαίνων το λεωφορείο, αναζητώντας ρουτίνα και σιγουριά, μουσικοχορευτική η επαναστατικότης μου κι’από εκσυγχρονισμούς δεν σκαμπάζω, πάντα ακολουθώ ή προηγούμαι για να φαίνωμαι. Ο Καραγκιόζης δεν είναι καραγκιόζης για τον εαυτό του, όπως και η αγελάδα ενδεχομένως να μην είναι αγελάδα στον κόσμο της, αλλά …άνθρωπος! Εγώ όμως είμαι Ελλην, έχω περγαμηνές, τίτλους ευγενείας και ακινήτων που κληρονόμησα κι’αξιοποίησα τουριστικώς δια να δουλεύω τέσσερις μήνες ετησίως και να σκυλομπεκρουλιάζω τους υπολοίπους στις «παμπ» που παραμένουν ανοιχτές «year round» διοχετεύοντας σπίρτο στις ανοιχτές μου πληγές που ξέμαθαν από ιώδιο. Εργάζομαι για τον ελεύθερο χρόνο μου, ζω για τη σχόλη και κάνω σχολείο μου την καφετέρια όπου ξεψαχνίζω σε τακτική βάση τις εφημερίδες και ευφραίνεται ο ουρανίσκος μου με θεσπέσια ροφήματα καφεϊνης και χτυπητά αυγά στους τοίχους που είχαν τη δική τους ιστορία για αυτό και τους γκρέμισαν. Και για να μην χρειάζεται να τους πηδάνε, το στερνόν μετά του ωφελίμου. Ο Ελλην είναι άρχων και ουχί σαλταδόρος, ο Ελλην περπατά, δεν τρέχει κι’αν δεν το κάνη από άνεση, το κάνει από χοληστερίνη! Ακου εκεί να μας απαγορέψουν το κοκορέτσι! Σε λίγο θα μας πούνε να κόψουμε και το κάπνισμα!
Ο πάπας πάει στη Λέσβο και το παπάκι πάει στην ποταμιά, τα 50 κυβικά του φτάνουν και περισσεύουν για την απόσταση, ακόμη και με τρικάβαλο. Ο ήρωας ξεπεζεύει και πατάει με σιγουριά το πόδι στο έδαφος διότι αυτός μόνος σε τόσους άλλους ξέρει πώς χορεύεται το τσάμικο. Η κυρά Πόπη κουβαλάει τις πίτες και τα λουκάνικα, ο γέρο Δήμος πέθανε, ο γέρο Δήμος πάει, μας άδειασε τη γωνιά επιτέλους, τώρα οι πολιτικοί σχηματισμοί είναι πολυσυλλεκτικοί, οι καλοί παντού χωράνε, δώστου κλώτσο να γυρίση, παραμύθι να αρχινήση! Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας μαλάκας με περικεφαλαία και αυτογνωσία αρκετή για να μη λέη το όνομά του φωναχτά και να κυκλοφορή με παρατσούκλι. Πότε τον έλεγαν Ρωμιό, πότε Γραικό και Βλαχομπογδάνο, πότε Γκρήκ και Χελήν, ενίοτε και τουρκόσπορο. “What’s in a name?” έλεγε αυτός χασκογελώντας και μοστράροντας σα γύφτικο σκεπάρνι τα χρυσαφένια δόντια του. Ως τιτουλάριος επίσκοπος ενεδυθείς τα χρυσοπλούμιστα ιμάτια της δυστροπίας κουβαλούσε τον δίσκο με τα τζατζίκια και τους μουσακάδες, σφυρίζοντας μελωδίες του Χούλιο Ιγκλέσιας που νόμιζε ότι ήταν των Ποδέμος. Τί κι’αν η λέξη μπακλαβάς είναι τούρκικη, μήπως και το Καραμανλής δεν είναι; Αμ ο Μπαλτάς;
Την αριστεία ρετσινιά ποιήσας, ψαχούλεψε αραχνοϋφαντα είδη προικός στο χρονοντούλαπο της ιστορίας και κράτησε για τον εαυτό του μια φλοκάτη!
*Ο Δημήτρης Ρομποτής είναι δημοσιογράφος με έδρα τη Νέα Υόρκη.