Του Δημήτρη Ρομποτή*
Μύρισε καλοκαιράκι στη Νέα Υόρκη με τις απότομες ζέστες χτες και προχτές που μας έβγαλαν από τα ρούχα μας με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα ρούχα μας και την αισθητική μας ισορροπία! Κι’όταν λέω μύρισε το εννοώ στην κυριολεξία καθώς οι σωροί των σκουπιδιών που αφήνουν τα καταστήματα το βράδυ στα πεζοδρόμια προς περισυλλογήν είχαν ζέξει! Εικοσιέξι χρόνια εν Αμερικές έτσι καταλαβαίνω την έλευση του θέρους, με την ξινίλα των σκουπιδιών και την κατουρίλα στους σταθμούς των υπογείων σιδηροδρόμων που το γεμάτο αλκοόλ και απαγορευμένες ουσίες αψύ της υφής της σε κάνει να δακρύζης την ίδια στιγμή που μηχανικά κοροϊδεύεις τον εαυτό σου ότι πρόκειται για αλλεργίες. Και δώστου «Κλαριτίν» τα οποία είναι κι’αντιπεπτικά, οπότε εκεί που νομίζεις ότι έχεις λύσει ένα πρόβλημα, εμφανίζεται άλλο, χειρότερο, με καταλυτικές συνέπειες στη διάθεση των ανθρώπων. Μπροστά του ωχριά και το άγχος ακόμη!
Εάν δεν ενεργηθή ο εργάτης και πάει για δουλειά στουμπωμένος όχι μόνο δεν αποδίδει, αλλά ταλαιπωρεί και τον κόσμο, ιδιαίτερα αν εργάζεται σε θέση παροχής υπηρεσιών (Γενικό Προξενείο της Ελλάδος στη Νέα Υόρκη). Ο δύσπεπτος κάνει μπαμ από μακρυά. Στην περίπτωση με τους Αϊρίστες δε (Ιρλανδοί στα ομογενειακά), τα πράγματα είναι χειρότερα, διότι η υπερβολική κατανάλωση μπύρας εντείνει το πρόβλημα με αποτέλεσμα οι ξασπρισμένες τους μορφές να έχουν ένα απροσδιόριστο μελάνιασμα που δεν ξέρεις αν είναι από δυσπεψία ή χτεσινοβραδινό γρονθοκόπημα.
Εντάξει, τα παραλέω, δεν είναι έτσι τα πράγματα, απλά θέλω να αποθαρρύνω όσους Ελληνες σκέφτονται να μεταναστεύσουν εδώ. Αφενός έχουμε αρκετούς, πέραν του δέοντος μπορώ να πω, κι’αφετέρου σας έχει ανάγκη η Ελλάς για να την αποτελειώσετε το συντομότερο, να ησυχάσετε και εσείς και εμείς. Αμα σας γράψω για τα ωραία της Νέας Υόρκης αυτές τις μέρες είμαι σίγουρος ότι θα πάρουν τα μυαλά σας αέρα και εκτός του καλάμου θα καβαλήσετε το πρώτο αεροπλάνο, θα σκάσετε μύτη στην Αστόρια και θα αρχίσετε να ψάχνετε δουλειά και Ελληνοαμερικάνες νύφες για να αποκατασταθήτε νομικώς πριν ανοίξετε τα φτερά σας και επισκιάσετε τα κουτορνίθεια τους Αμερικανούς που περιμένουν εσάς να τους ανοίξετε τα μάτια. Αυτά για τους άνδρες. Για τις γυναίκες είναι πιο εύκολα τα πράγματα, επειδή έχουν περισσότερη ωριμότητα και ευγένεια και πέφτουν με τα μούτρα στη δουλειά χωρίς πολλές εξυπνάδες. Εχουν διάθεση να μάθουν όχι να διδάξουν όπως οι τετραπέρατοι ΜΚ (μετά κρίσεως) Ελληνάρες που ξέρουν τα πάντα ακόμη και πριν τα γνωρίσουν! Γίνονται επίσης στοργικές …μητέρες στους Ελληνοαμερικανούς που παντρεύονται για νομιμοποίηση και οι οποίοι αποζητούν με την ενηλικίωση τα σπιτικά φαγητά και τη μητρική περιποίηση ως καλομαθημένοι χαϊδαντάδες μέχρι την ηλικία των 35 και βάλε. Τα ήθη και τα έθιμα διατηρούνται στην ομογένεια, τουλάχιστον τα λανθασμένα, αυτά που θα έπρεπε να είχαμε ξεφορτωθεί μια ώρα αρχίτερα, αλλά η (άνευ όρων) παράδοσις είναι πάντα επιλεκτική.
Αλλα πράγματα ήθελα να γράψω σήμερα κι’αλλού με πήγε ο ρους του πληκτρολογίου. Συμβαίνει συχνά, ακόμη και στους δυνατούς χαρακτήρες εις τους οποίους ευτυχώς δεν ανήκω, τουλάχιστον έτσι φαντάζομαι γιατί δεν μπορώ να πω ότι έχω γνωρίσει κάποιους. Εχω ακούσει όμως, οπότε υποθέτω ότι κάπου θα βρίσκονται. Υπάρχει διαφορά βλέπετε μεταξύ δυνατού και αδίστακτου, όπως και φασκόμηλου με το τσάι του βουνού, άσχετα αν στις μέρες μας δεν γίνεται αντιληπτή επειδή ως έννοιες κάνουν «οβερλάπ». Σαν τον Ελληνισμό με την Ορθοδοξία και κατ’επέκταση το ποδόσφαιρο θά’λεγα, ειδάλλως γιατί η ΑΕΚ να ονομάση το κατά φαντασίαν ακόμη γήπεδό της «Αγιά Σοφιά»; Καλά, δεν φοβούνται μήπως έρθει ο Ερντογάν και τους το κάνει τζαμί, μιας και δεν έχουν χώρο οι μουσουλμάνοι στην Αθήνα να προσεύχωνται;
Αφού λοιπόν κατέληξα να γράψω για την έλευση του θέρους και την έλευση Ελλήνων μεταναστών στη Νέα Υόρκη, θα ήθελα να κάνω μία σύσταση στους επίδοξους «Αμέρικαν ντρίμερς»: Αλλάξτε λίγο το παραμύθι! Καθένας που συναντάω αρχίζει το ίδιο τροπάριο λες και είναι συνεννοημένοι! Είχα «μπίζνες» στην Ελλάδα, έκανα πάνω από μισό εκατομμύριο τον χρόνο, μετά ήρθε η κρίση, άρχισα να μπαίνω μέσα, πούλησα τα …δεκαπέντε σπίτια μου για να είμαι «σόλβεντ» και τελικά τα έχασα όλα. Σαν να μην έφτανε η ζημιά, με παράτησε και η γυναίκα μου (λογικό δεν είναι, βρε μαλάκα;), πήρε τα μετρητά που είχαμε και έμεινα χωρίς τίποτα. Ετσι αποφάσα να ξενιτευτώ και κοιτάζω τώρα μήπως βρω τίποτα ομογενείς (μαλάκες) που να έχουν κεφάλαια να ξεκινήσουμε κάτι. Εχω πολύ καλές ιδέες και ξέρω πώς δουλεύουν αυτά τα πράγματα, λίγο σπρώξιμο χρειάζομαι (στον Γκραν Κάνυον) και μετά ποιός με πιάνει!
Προφανώς η αστυνομία …
*Ο Δημήτρης Ρομποτής είναι δημοσιογράφος με έδρα τη Νέα Υόρκη.